- μπαρονία
- μπαρονία και μπαρουνία και παρονία και παρουνία, ἡ (Μ)1. η βαρωνία2. (γενικά) ιδιοκτησία γής, περιουσία3. το σύνολο τών βαρώνων μιας βασιλικής αυλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. baron(n)ie. Οι τ. μπαρουνία / παρουνία με επίδραση τού προβηγκ. barounia (βλ. λ. μπαρόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.